ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΔΑΠΑΝΗΣ – ΕΦΚΑ

Μετά την απόφαση του υπουργού εργασίας στις 18/12/2019, εφαρμόζεται η υπαγωγή στην ασφάλιση του ΕΦΚΑ των προσώπων που αμείβονται με ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΔΑΠΑΝΗΣ (ή ΤΙΤΛΟΥΣ ΚΤΗΣΗΣ).

Συνεπώς, τα πρόσωπα που αμείβονται με τον τρόπο αυτό, καταβάλλουν ασφαλιστική εισφορά ύψους 13,33% για την κύρια σύνταξη και 6,95% για υγειονομική περίθαλψη (6,45% για παροχές σε είδος και 0,45% για παροχές σε χρήμα).
Οι ανωτέρω ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονται επί της καθαρής αξίας του παραστατικού, όπως αυτή προκύπτει μετά την αφαίρεση του αναλογούντος φόρου και άλλων επιβαρύνσεων (χαρτόσημο).

Οι κοινοποιούμενες ρυθμίσεις θα έχουν εφαρμογή σε συμβάσεις που καταρτίζονται από 1/2/2019.

Για γραπτές συμβάσεις που έχουν καταρτισθεί μέχρι 31/1/2019, ανεξάρτητα εάν το παραστατικό παρεχόμενων υπηρεσιών εκδοθεί πριν ή μετά την ανωτέρω ημερομηνία, εφαρμόζεται το προγενέστερο καθεστώς (χωρίς δηλαδή κρατήσεις για ασφαλιστικές εισφορές).

Σε περίπτωση που υπάρχει προφορική συμφωνία και όχι γραπτή σύμβαση, ακόμη και εάν η συμφωνία έχει γίνει πριν την 31/1/2019, οι κοινοποιούμενες ρυθμίσεις εφαρμόζονται για παραστατικά που εκδίδονται μετά την ανωτέρω ημερομηνία, εξετάζεται δηλαδή η ημερομηνία της απόδειξης, ανεξαρτήτως του χρόνου που επήλθε η προφορική συμφωνία.

Υποχρέωση να παρακρατήσει, να δηλώσει και να αποδώσει τις ασφαλιστικές εισφορές έχει ο λήπτης των υπηρεσιών. Οι παρακρατηθείσες εισφορές καταβάλλονται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα της έκδοσης του παραστατικού. Συνεπώς επιχειρήσεις οι οποίες δεν είχαν απασχολήσει προσωπικό έως τώρα και πρέπει να πληρώσουν αμοιβή με Απόδειξη Δαπάνης, θα πρέπει να απογραφούν στον ΕΦΚΑ ( ΙΚΑ ) και να λάβουν Αριθμό Μητρώου Εργοδότη και κωδικούς για την ηλεκτρονική υποβολή των δηλώσεων. Ο χρόνος απογραφής τους θα πρέπει να είναι πριν την έκδοση του παραστατικού. Το ίδιο φυσικά ισχύει και για τα πρόσωπα τα οποία αμείβονται με παραστατικά παρεχόμενων υπηρεσιών, στην περίπτωση που δεν είναι απογεγραμμένοι στον ΕΦΚΑ  θα πρέπει να απογραφούν και να λάβουν Αριθμό Μητρώου Ασφαλισμένου πριν από την έκδοση του παραστατικού.

Παραθέτουμε ένα παράδειγμα με τις κρατήσεις των παραστατικών παρεχόμενων υπηρεσιών (τίτλος κτήσης – απόδειξη επαγγελματικής δαπάνης), όπως ισχύουν από 01/02/2019:

Παραστατικό μικτής αξίας €250,00.
Η καθαρή αξία του παραστατικού ανέρχεται σε €191,00 (250,00€ – 59€), μετά τις κρατήσεις φόρου (20%) και χαρτοσήμου (3,6%).
Ασφαλιστικές εισφορές:

Για κύρια σύνταξη: €191,00 x 13,33% = €25,46

Για υγειονομική περίθαλψη : €191,00 x 6,95% = €13,28

Σύνολο Ασφαλιστικών Εισφορών : €25,46 + €13,28 = €38,74

Καταβληθείσα καθαρή αμοιβή  152,26€.

 

Πότε εκδίδεται απόδειξη δαπάνης (ή τίτλος κτήσης):

Όταν ο λήπτης της αμοιβής παρέχει υπηρεσίες (έργο) προς τον αποδέκτη των υπηρεσιών, χωρίς η παροχή αυτής της εργασίας να εμπίπτει στις διατάξεις του εργατικού δικαίου. Όταν δηλαδή ο αμειβόμενος κατά την εκτέλεση της εργασίας του ΔΕΝ βρίσκεται σε νομική και προσωπική εξάρτηση έναντι του εργοδότη, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να καθορίζει τον τόπο, τον χρόνο, τον τρόπο και την έκταση της παροχής της, μέσα στα νόμιμα ή συμβατικά πλαίσια, κατά τρόπο δεσμευτικό για τον αμειβόμενο, δίνοντας σ’ αυτόν τις αναγκαίες για τον σκοπό αυτό εντολές και οδηγίες τις οποίες είναι υποχρεωμένος να ακολουθεί και να εκτελεί, καθώς και με το δικαίωμα να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση συμμορφώσεως του αμειβόμενου προς αυτές.

Όταν η εργασία δεν είναι ανεξάρτητη, προηγείται κατάρτιση σύμβασης εξαρτημένης εργασίας και πρόσληψη του μισθωτού. Η σύμβαση εμπίπτει στις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας και η ασφάλιση στις διατάξεις της ασφάλισης μισθωτών (πρώην ΙΚΑ). Εξάλλου, στη νομοθεσία του ΙΚΑ προβλέπεται ότι, σε περίπτωση δυσχερούς διάκρισης σχετικά με το αν η εργασία ενός προσώπου είναι εξαρτημένη ή όχι, ισχύει εκ του νόμου τεκμήριο υπέρ της εξαρτημένης εργασίας.

Στη περίπτωση της σύμβασης ανεξάρτητων υπηρεσιών υπάρχει μεν κάποια δέσμευση και εξάρτηση, ή οποία μπορεί να έχει σχέση και με τον τόπο ή τα χρονικά πλαίσια παροχής της εργασίας, χωρίς όμως να υποδηλώνει εξάρτηση του εργαζομένου από τον εργοδότη.

Εφόσον λοιπόν δεν πρόκειται για σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, ο αμειβόμενος μπορεί να πληρωθεί με Απόδειξη Δαπάνης υπό την εξής προϋπόθεση:

  • Η παροχή υπηρεσιών (ή και η πώληση προϊόντων) να αποτελεί ευκαιριακή και παρεπόμενη απασχόληση και εφόσον οι συναλλαγές αυτές στο σύνολό τους δεν υπερβαίνουν το ποσό των 10.000  ευρώ ετησίως.
  • Ή ο λήπτης της αμοιβής να είναι δημόσιος ή ιδιωτικός υπάλληλος ή συνταξιούχος που είναι συγγραφέας ή εισηγητής εκπαιδευτικών προγραμμάτων και σεμιναρίων, εφόσον δεν ασκεί άλλη επιχειρηματική δραστηριότητα.

Σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία κάθε τρεις ομοειδείς συναλλαγές (παροχή υπηρεσιών ή πώληση προϊόντων) που λαμβάνουν χώρα εντός ενός εξαμήνου θεωρούνται συστηματική και όχι ευκαιριακή διενέργεια πράξεων, φορολογούνται ως εισόδημα από επιχείρηση – ανεξαρτήτως ποσού – και (στις περισσότερες περιπτώσεις) υπάγονται στον ΦΠΑ.

Συμπέρασμα:

Οι αποδείξεις δαπάνης εκδίδονται ΜΟΝΟ εφόσον πρώτα λάβουμε υπόψη τους παραπάνω περιορισμούς και επισημάνσεις. Σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστούν τις κανονικές μορφές εργασίας (μισθωτή απασχόληση ή επιχειρηματική δραστηριότητα), διότι ενέχουν κινδύνους και για τα δύο συμβαλλόμενα μέρη.

Κυριακή Παπαβασιλείου

 

 

Εκκαθάριση εισφορών ΕΦΚΑ

Αποτέλεσμα εικόνας για εφκα funny

Αγαπητοί συνεργάτες,

Εν όψει της διαδικασίας εκκαθάρισης των ασφαλιστικών εισφορών στον ΕΦΚΑ του έτους 2017 σας ενημερώνουμε για τα εξής :

Με βάση τις διατάξεις των άρθρων 39 και 40 του ν.4387/2016 και τις κατ’ εξουσιοδότηση εκδοθείσες Υπουργικές Αποφάσεις, οι ασφαλιστικές εισφορές από 1/1/2017 υπολογίστηκαν με βάση τα εισοδήματα που εστάλησαν από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) για το έτος 2015, ως του πιο πρόσφατα εκκαθαρισμένου φορολογικού έτους. Μετά τη λήψη από την ΑΑΔΕ των στοιχείων που αφορούν στο εισόδημα του φορολογικού έτους 2016, η διαδικασία εκκαθάρισης των ασφαλιστικών εισφορών έτους 2017 ολοκληρώνεται, και υπολογίζεται εκ νέου επί των (ορθών) εισοδημάτων του φορολογικού έτους 2016.

Συγκεκριμένα, για την εκκαθάριση και τον επανυπολογισμό των ασφαλιστικών εισφορών του έτους 2017, θα εφαρμοστούν τα εξής:

Α. Χρεωστικό Υπόλοιπο

Σε περίπτωση που από την εκκαθάριση των ασφαλιστικών εισφορών προκύπτει μεγαλύτερο ποσό από αυτό που είχε ήδη υπολογιστεί κατά τη διάρκεια του 2017, η διαφορά θα πρέπει να καταβληθεί από τον ασφαλισμένο. Το ποσό της διαφοράς (χρεωστικό υπόλοιπο) θα επιμεριστεί ισομερώς σε 5 μηνιαίες δόσεις (Απρίλιο έως Αύγουστο του 2018), ανεξαρτήτως του ύψους του ποσού αυτής, με την τελευταία δόση να είναι πληρωτέα μέχρι 30/9/2018.

Συνεπώς, οι μηνιαίες ασφαλιστικές υποχρεώσεις των μηνών Απρίλιου 2018 έως και Αυγούστου 2018 θα περιλαμβάνουν:

α) την τρέχουσα μηνιαία ασφαλιστική εισφορά για το 2018

και

β) την μηνιαία δόση οφειλής που προκύπτει από τη διαδικασία εκκαθάρισης των ασφαλιστικών εισφορών έτους 2017.

Εάν η ως άνω μηνιαία ασφαλιστική εισφορά δεν καταβληθεί εμπρόθεσμα, επιβάλλεται ο προβλεπόμενος τόκος καθυστέρησης μόνο επί του ποσού της μηνιαίας δόσης οφειλής που δεν έχει καταβληθεί, και όχι επί του ποσού που αντιστοιχεί στην τρέχουσα μηνιαία ασφαλιστική εισφορά του έτους 2018.

Παράδειγμα

Η εισφορά του μήνα Απριλίου 2018 περιλαμβάνει την τρέχουσα μηνιαία ασφαλιστική εισφορά ύψους πχ. €250,00 και την μηνιαία δόση οφειλής ύψους πχ. €120,00 (διαφορά από επανυπολογισμό ασφαλιστικών εισφορών έτους 2017), δηλαδή συνολικά ο ασφαλισμένος πρέπει να καταβάλει μέχρι 31/5/2018 ποσό ύψους €370,00.

Αν ο ασφαλισμένος δεν κάνει καμία καταβολή μέχρι την ανωτέρω ημερομηνία από 1/6/2018 επιβάλλεται τόκος καθυστέρησης μόνο επί του ποσού της μηνιαίας δόσης οφειλής, δηλαδή επί του ποσού των €120,00.

Β. Πιστωτικό Υπόλοιπο

Σε περίπτωση που από την εκκαθάριση των ασφαλιστικών εισφορών προκύψει ότι ο ασφαλισμένος έχει καταβάλει επιπλέον ποσό για το 2017 από αυτό το οποίο προέκυψε από τον επανυπολογισμό των ασφαλιστικών εισφορών, το ποσό της διαφοράς (πιστωτικό υπόλοιπο) επιστρέφεται αυτόματα στον ασφαλισμένο εντός διμήνου από την ολοκλήρωση της διαδικασίας εκκαθάρισης, εκτός και εάν ο ασφαλισμένος υποβάλλει αίτημα προκειμένου το ποσό να παραμείνει ως πιστωτικό υπόλοιπο στον ΕΦΚΑ.

Σημειώνουμε ότι εάν υπάρχουν καθυστερούμενες ασφαλιστικές εισφορές μηνών του έτους 2018 μέχρι την εκκαθάριση, αυτές εξοφλούνται από το πιστωτικό υπόλοιπο, και τυχόν εναπομείναν πιστωτικό υπόλοιπο επιστρέφεται στον ασφαλισμένο.

Επιπλέον σε περίπτωση που έχει υποβληθεί αίτηση για υπαγωγή στο άρθρο 39 παρ. 13 του ν.4387/2016, δηλαδή για καταβολή μειωμένων κατά 50% ασφαλιστικών εισφορών από ασφαλισμένους που συμπληρώνουν 40 έτη ασφάλισης, το οποίο εκκρεμεί μέχρι την ημερομηνία εκκαθάρισης, τα επιπλέον ποσά που έχουν καταβληθεί από τον ασφαλισμένο επιστρέφονται σύμφωνα με τα αναφερόμενα για τη διαχείριση του πιστωτικού υπολοίπου της εκκαθάρισης.

Χρύσα Κωνσταντέλια

 

Ετήσια άδεια μισθωτών

big catch

Πίνακας Αδειών – Ετήσια άδεια και επίδομα αδείας μισθωτών

Πηγή: www.taxheaven.gr

Ημέρες άδειας μισθωτών
Με το άρθρο 1 του Ν.3302/2004 αντικαθίσταται η διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του Α.Ν.539/1945, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την παρ.1 του άρ.2 του Ν.1346/1983 και αντικαταστάθηκε με την παρ.1 του άρ.13 του Ν.3227/2004 και επαναφέρεται το «ημερολογιακό έτος» ως βάση χορήγησης της ετήσιας άδειας με αποδοχές των εργαζομένων.
Παράλληλα, διευκρινίζεται πλήρως και συμπληρώνεται η διαδικασία λήψης της άδειας κατά τα δύο πρώτα ημερολογιακά έτη της εργασιακής σχέσης του μισθωτού.
Ειδικότερα, με τη νέα παράγραφο 1α του Α.Ν.539/1945, προβλέπεται ότι όλοι οι εργαζόμενοι οι οποίοι συνδέονται με σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου, δικαιούνται να λάβουν ετήσια άδεια με αποδοχές από την έναρξη της απασχόλησής τους σε συγκεκριμένη υπόχρεη επιχείρηση. Η άδεια αυτή χορηγείται από τον εργοδότη αναλογικώς (ποσοστό) με βάση το χρονικό διάστημα που απασχολήθηκε ο εργαζόμενος στον εργοδότη αυτό. Η αναλογία της χορηγούμενης αδείας υπολογίζεται βάσει ετήσιας άδειας 20 εργάσιμων ημερών επί πενθημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και 24 εργάσιμων ημερών, επί εξαημέρου, η οποία αντιστοιχεί σε 12 μήνες συνεχή απασχόληση.
Η εν λόγω διάταξη της παρ.1α, όπως και η αντίστοιχη ρύθμιση του άρθρου 6 του Ν.3144/2003, καταργεί το βασικό χρόνο εργασίας-αναμονής (12 μήνες σύμφωνα με τον Α.Ν.539/1945 ή 10 μήνες κατά την ΕΣΣΕ του έτους 2002), τον οποίο έπρεπε να συμπληρώσει ο μισθωτός στον ίδιο εργοδότη για τη θεμελίωση δικαιώματος λήψης άδειας.
Οι ρυθμίσεις αυτές του Ν.3302/2004, εφαρμόζουν τη νομολογία του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (υπόθεση C-173/1999 της 28ης-06-01), η οποία ερμήνευσε το άρθρο 7 της Οδηγίας 93/1Ο4/ΕΚ, σχετικά με τη χορήγηση ετήσιας άδειας με αποδοχές.
Σύμφωνα με την εν λόγω κοινοτική ρύθμιση, όπως ερμηνεύτηκε με τη σχετική απόφαση του Δικαστηρίου, κάθε εργαζόμενος δικαιούται κατ’ ελάχιστον 4 εβδομάδες άδειας κατ’ έτος, η οποία δύναται να χορηγηθεί pro rata temporis (κατ’ αναλογία του χρόνου απασχόλησης, βλ. έκθεση Ευρ, Κοινοβουλίου).
Ως ημέρες άδειας υπολογίζονται μόνο οι εργάσιμες ημέρες. Δεν συμπεριλαμβάνονται δηλαδή στις ημέρες άδειας οι Κυριακές και οι αργίες, καθώς και οποιαδήποτε άλλη μη εργάσιμη ημέρα του μισθωτού (π.χ. Σάββατο), οι οποίες εμπίπτουν στο χρονικό διάστημα στο οποίο ο μισθωτός κάνει χρήση της άδειας του.
Κατάτμηση Αδείας
Κατά κανόνα η άδεια αναπαύσεως των μισθωτών χορηγείται ολόκληρη, άπαξ του έτους.
Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η κατάτμηση της αδείας με βάση τις προϋποθέσεις που ορίζονται από το Άρθρο 7 του Ν. 549/1977 που κύρωσε το Άρθρο 7 της ΕΓΣΣΕ 26.1.1977 όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 3846/2010
Άρθρο 7
Κατάτμηση Αδείας
Επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση, η κατάτμηση του χρόνου αδείας εντός του αυτού ημερολογιακού έτους σε δύο περιόδους, εξαιτίας ιδιαίτερα σοβαρής ή επείγουσας ανάγκης της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης και μετά από έγκριση της οικείας Επιθεώρησης Εργασίας. Σε κάθε περίπτωση η πρώτη περίοδος της αδείας δεν μπορεί να περιλαμβάνει λιγότερες των έξι (6) εργασίμων ημερών επί εξαημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και των πέντε (5) εργασίμων ημερών επί πενθημέρου ή προκειμένου περί ανηλίκων των δώδεκα (12) εργασίμων ημερών.
Η κατάτμηση του χρόνου αδείας επιτρέπεται και σε περισσότερες των δύο περιόδων, από τις οποίες η μια πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον δώδεκα (12) εργάσιμες ημέρες επί εξαημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και δέκα (10) εργάσιμες ημέρες, επί πενθημέρου, ή προκειμένου περί ανηλίκων δώδεκα (12) εργάσιμες ημέρες, μετά από έγγραφη αίτηση του μισθωτού προς τον εργοδότη. Η αίτηση αυτή για την οποία δεν απαιτείται έγκριση από την αρμόδια υπηρεσία του ΣΕΠΕ, διατηρείται στην επιχείρηση επί πέντε (5) έτη και πρέπει να είναι στη διάθεση των Επιθεωρητών Εργασίας.
Με τον νόμο 4093/2012 και την ερμηνευτική του 26352/839/28.11.2012 απόφαση ορίστηκαν τα εξής:
Ε.3) Περίπτωση 3 της υποπαραγράφου ΙΑ.14 του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012: Διαδικασία χορήγησης αδείας.

Η διάταξη της περίπτωσης 3 της υποπαραγράφου ΙΑ.14 του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 συμπληρώνει το άρθρο 8 του Ν.549/1977 κατά το μέρος που κύρωσε το άρθρο 7 της από 26-1-1977 ΕΓΣΣΕ και όπως είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 6 του Ν.3846/2010 και προβλέπει συνολικά πλέον τα εξής:

α) Είναι επιτρεπτή από τον εργοδότη η κατάτμηση του χρόνου αδείας εξαιτίας ιδιαίτερα σοβαρής ή επείγουσας ανάγκης που προκύπτει στο πλαίσιο της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης. Η κατάτμηση μπορεί να γίνει σε δυο περιόδους εντός του αυτού ημερολογιακού έτους. Η πρώτη περίοδος της άδειας που χορηγείται με αυτό τον τρόπο δεν μπορεί να είναι μικρότερη των έξι (6) εργάσιμων ημερών επί εξαημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και των πέντε (5) εργάσιμων ημερών επί πενθημέρου ή δώδεκα (12) εργάσιμων ημερών εάν πρόκειται για ανήλικο εργαζόμενο.

β) ι) Επιτρέπεται η κατάτμηση του χρόνου αδείας και σε περισσότερες των δυο περιόδων. Η διαδικασία αυτή, η οποία προβλέπει έγγραφη αίτηση του εργαζομένου προς τον εργοδότη, θα πρέπει να περιλαμβάνει την χορήγηση ενιαίου τμήματος αδείας δέκα (10) εργασίμων ημερών επί πενθημέρου ή δώδεκα (12) εργάσιμων ημερών επί εξαημέρου εβδομαδιαίας εργασίας ή δώδεκα (12) εργασίμων ημερών, εάν πρόκειται για ανήλικο εργαζόμενο. Η παραπάνω διαδικασία υπάγεται στις σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας για την άδεια, οι οποίες προβλέπουν τη χορήγηση αδείας ή τμήματος αδείας από τον εργοδότη στον εργαζόμενο μετά από συνεννόηση των δυο μερών (άρ.4 του ΑΝ 539/1945 όπως ισχύει).

β. ιι) Νέα διάταξη η οποία συμπληρώθηκε με το ν. 4093/2012
Σε περιπτώσεις επιχειρήσεων που απασχολούν τακτικό προσωπικό με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και έκτακτο-εποχικό προσωπικό με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου και παρουσιάζουν, σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο του έτους, μεγάλη σώρευση εργασίας εξαιτίας του είδους ή του αντικειμένου εργασιών τους, ο εργοδότης μπορεί, με απόφασή του, να χορηγεί στο τακτικό προσωπικό το ενιαίο τμήμα των 10 ή 12 εργάσιμων ημερών αδείας, επί πενθημέρου ή εξαημέρου αντίστοιχα, σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο του ημερολογιακού έτους, εντός του οποίου πρέπει να χορηγηθεί η άδεια και ιδιαιτέρως σε σημείο κατά το οποίο έχει μειωθεί η ιδιαίτερη ένταση εργασίας. Η συγκεκριμένη απόφαση του εργοδότη για τη χορήγηση του τμήματος αδείας των δυο (2) εργάσιμων εβδομάδων, καθώς και η αίτηση του εργαζομένου για κατάτμηση αδείας δεν απαιτούν έγκριση από την Κοινωνική Επιθεώρηση Εργασίας, αλλά διατηρούνται επί πέντε (5) έτη στην επιχείρηση και είναι στην διάθεση των Επιθεωρητών Εργασίας.

Βλ. επίσης: https://www.taxheaven.gr/acforum/index.php?showtopic=20005
Αποδοχές.
Ο εργαζόμενος δικαιούται στη διάρκεια της άδειάς του τις αποδοχές που θα έπαιρνε αν εργαζόταν κανονικά με πλήρη απασχόληση. Στις αποδοχές αυτές συμπεριλαμβάνονται όλα τα καταβαλλόμενα επιδόματα και οι προσαυξήσεις. Ο εργοδότης υποχρεούται να προκαταβάλλει, τις αποδοχές και το επίδομα αδείας στον εργαζόμενο στην αρχή της άδειας.
Προσαύξηση της ετήσιας κανονικής άδειας λόγω προϋπηρεσίας
Το άρθρο 6 της ΕΓΣΣΕ 2000-2001 αναφέρει: «Από 1/1/2000 εργαζόμενοι που έχουν συμπληρώσει υπηρεσία 10 ετών στον ίδιο εργοδότη ή προϋπηρεσία 12 ετών σε οποιοδήποτε εργοδότη και με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, δικαιούνται άδεια 30 εργάσιμων ημερών, αν εφαρμόζεται σύστημα εξαήμερης εβδομαδιαίας εργασίας ή 25 εργασίμων ημερών, αν εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας).
Απαγόρευση της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας κατά τη διάρκεια της αδείας
Κατά τη διάρκεια της αδείας απαγορεύεται η απόλυση του μισθωτού απ’ τον εργοδότη (άρθρο 5 παρ. 6 ΑΝ 539/1945).
Εν τούτοις, δεν απαγορεύεται η κατά τη διάρκεια της αδείας προειδοποίηση περί της προσεχούς απολύσεώς τους, αρκεί η ημέρα της απολύσεως να εμπίπτει σε χρόνο μετά τη λήξη της αδείας. (Εφ. Λαρίσης 667/96).
Η απαγόρευση της απολύσεως δεν ισχύει κατά τη διάρκεια αναρρωτικής άδειας (ΑΠ 542/97).
—————————————–
Αρ.Πρ: οίκ.3392/01/03/05 – Eγκύκλιoς επί του άρθρου 1 του Ν. 3302/2004 (σχετικά με την Ετήσια άδεια εργασίας)
Α. ΕΤΗΣΙΑ ΑΔΕΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Με το άρθρο 1 του Ν.3302/2004 αντικαθίσταται η διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του Α.Ν.539/1945, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την παρ.1 του άρ.2 του Ν.1346/1983 και αντικαταστάθηκε με την παρ.1 του άρ.13 του Ν.3227/2004 και επαναφέρεται το «ημερολογιακό έτος» ως βάση χορήγησης της ετήσιας άδειας με αποδοχές των εργαζομένων.
Παράλληλα, διευκρινίζεται πλήρως και συμπληρώνεται η διαδικασία λήψης της άδειας κατά τα δύο πρώτα ημερολογιακά έτη της εργασιακής σχέσης του μισθωτού.
Ειδικότερα, με τη νέα παράγραφο 1α του Α.Ν.539/1945, προβλέπεται ότι όλοι οι εργαζόμενοι οι οποίοι συνδέονται με σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου, δικαιούνται να λάβουν ετήσια άδεια με αποδοχές από την έναρξη της απασχόλησής τους σε συγκεκριμένη υπόχρεη επιχείρηση. Η άδεια αυτή χορηγείται από τον εργοδότη αναλογικώς (ποσοστό) με βάση το χρονικό διάστημα που απασχολήθηκε ο εργαζόμενος στον εργοδότη αυτό. Η αναλογία της χορηγούμενης αδείας υπολογίζεται βάσει ετήσιας άδειας 20 εργάσιμων ημερών επί πενθημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και 24 εργάσιμων ημερών, επί εξαημέρου, η οποία αντιστοιχεί σε 12 μήνες συνεχή απασχόληση.
Η εν λόγω διάταξη της παρ.1α, όπως και η αντίστοιχη ρύθμιση του άρθρου 6 του Ν.3144/2003, καταργεί το βασικό χρόνο εργασίας-αναμονής (12 μήνες σύμφωνα με τον Α.Ν.539/1945 ή 10 μήνες κατά την ΕΣΣΕ του έτους 2002), τον οποίο έπρεπε να συμπληρώσει ο μισθωτός στον ίδιο εργοδότη για τη θεμελίωση δικαιώματος λήψης άδειας.
Οι ρυθμίσεις αυτές του Ν.3302/2004, εφαρμόζουν τη νομολογία του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (υπόθεση C-173/1999 της 28ης-06-01), η οποία ερμήνευσε το άρθρο 7 της Οδηγίας 93/1Ο4/ΕΚ, σχετικά με τη χορήγηση ετήσιας άδειας με αποδοχές.
Σύμφωνα με την εν λόγω κοινοτική ρύθμιση, όπως ερμηνεύτηκε με τη σχετική απόφαση του Δικαστηρίου, κάθε εργαζόμενος δικαιούται κατ’ ελάχιστον 4 εβδομάδες άδειας κατ’ έτος, η οποία δύναται να χορηγηθεί pro rata temporis (κατ’ αναλογία του χρόνου απασχόλησης, βλ. έκθεση Ευρ, Κοινοβουλίου).
I. Ρύθμιση άδειας κατά το 1ο ημερολογιακό έτος
Με τη νέα παρ.1 β του Α.Ν.539/1945, καθιερώνεται για το πρώτο ημερολογιακό έτος-εντός του οποίου προσελήφθη ο μισθωτός, υποχρέωση του εργοδότη να χορηγεί μέχρι την 31η Δεκεμβρίου αναλογία – ποσοστό των ημερών αδείας που δικαιούται ο μισθωτός, βάσει του χρονικού διαστήματος απασχόλησης στο έτος αυτό.
Η αναλογία της άδειας, η οποία υπολογίζεται επί των 20 -επί πενθημέρου-και των 24 -επί εξαημέρου-ημερών, θα πρέπει να χορηγείται από τον εργοδότη έως την 31η Δεκεμβρίου του ημερολογιακού έτους πρόσληψης ακόμη και αν δεν έχει ζητηθεί από τους εργαζόμενους (άρ.4 του Α.Ν.539/1945, όπως τροποποιήθηκε με την παρ.15 του άρ.3 του Ν.4504/1966).
Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρ.3 του Ν.Δ.3755/1957, καθώς και τη σχετική νομολογία, σε περίπτωση μη χορήγησης από τον εργοδότη λόγω υπαιτιότητάς του (άρνηση, πταίσμα, αμέλεια), της άδειας που δικαιούται ο εργαζόμενος εντός του ημερολογιακού έτους, υποχρεούται να καταβάλλει σ’ αυτόν τις αντίστοιχες αποδοχές αδείας με προσαύξηση 100%.
ΙΙ. Ρύθμισn άδειας κατά το 2ο ημερολογιακό έτος
Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει τμηματικά την άδειά του, η οποία αναλογεί στο χρόνο απασχόλησής του στο δεύτερο αυτό έτος, στον οικείο εργοδότη.
Η αναλογία της άδειας υπολογίζεται εκ νέου, όπως και κατά το πρώτο ημερολογιακό έτος, με βάση τις 20 ημέρες επί πενθημέρου’ και τις 24 ημέρες επί εξαημέρου.
Κατά τη διάρκεια του έτους αυτού και κατά το χρονικό σημείο συμπληρώσεως 12 μηνών από την ημερομηνία πρόσληψης, η άδεια επαυξάνεται κατά μία εργάσιμη ημέρα. Ως εκ τούτου, η άδεια κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, η οποία θα πρέπει να χορηγηθεί από τον εργοδότη αναλογικώς ή ολόκληρη στο τέλος, έως την 31η Δεκεμβρίου του έτους αυτού, φθάνει στο ύψος των 21 επί πενθημέρου και 25 επί εξαημέρου, εργάσιμων ημερών. Συνεπώς, η μη χορήγησή της συνεπάγεται την υποχρέωση της καταβολής των αντιστοίχων αποδοχών αδείας προσαυξημένων κατά 100%, εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που αναφέρθησαν για το πρώτο ημερολογιακό έτος (υπαιτιότητα του εργοδότη λόγω πταίσματος, αμέλειας, άρνησης κ.λπ.).
IIΙ Ρύθμιση άδειας κατά το τρίτο και επόμενα ημερολογιακά έτη
Κατά το τρίτο ημερολογιακό έτος, καθώς και τα επόμενα, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει ολόκληρη την ετήσια άδειά του και σε κάθε χρονικό σημείο του έτους, αυτού. Η άδεια αυτή, θα φθάσει τις 22 ημέρες επί πενθημέρου και τις 26 επί εξαημέρου, εάν έχουν συμπληρωθεί 2 έτη απασχόλησης εντός του τρίτου αυτού ημερολογιακού έτους.
Ο εργοδότης και σ’ αυτή την περίπτωση υποχρεούται να χορηγεί την άδεια μέχρι 31 Δεκεμβρίου εκάστου ημερολογιακού έτους, με τις συνέπειες που προαναφέρθησαν στην περίπτωση μη χορήγησής της και εφ’ όσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που μνημονεύθησαν για τα δύο πρώτα ημερολογιακά έτη (υπαιτιότητα του εργοδότη λόγω πταίσματος, αμέλειας, άρνησης κ.λπ.).
Η διάταξη του άρ.1 του Ν.3302/2004, όπως και αυτή του άρ.6 του Ν.3144/2003, αναφέρει ρητώς ότι η ετήσια άδεια με αποδοχές, καθώς και το επίδομα αδείας, διέπονται και από τις λοιπές οικείες διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας. Ως εκ τούτου, εξασφαλίζεται η συνέχεια της ισχύος των κειμένων διατάξεων που αφορούν το μηχανισμό και τον τρόπο χορήγησης της άδειας και του επιδόματος αδείας.
Β. ΕΠΙΔΟΜΑ ΑΔΕΙΑΣ
Όσον αφορά στο επίδομα αδείας, τονίζονται τα εξής:
Όπως είναι γνωστό, κάθε εργαζόμενος μαζί με την άδεια δικαιούται αποδοχές αδείας καθώς και επίδομα αδείας (άρ.3, παρ.16 Ν.4504/1966). Το δικαίωμα λήψης επιδόματος αδείας, αποτελεί επακόλουθο του δικαιώματος λήψης κανονικής αδείας και υπολογίζεται όπως και οι αποδοχές αδείας-είναι δηλαδή ίσες προς το σύνολο των αποδοχών αδείας με τον περιορισμό ότι δε δύναται να υπερβεί για όσους μεν αμείβονται με μισθό, το μισό μισθό, για όσους δε αμείβονται με ημερομίσθιο ή ωρομίσθιο ή ποσοστά, τα 13 ημερομίσθια.
Ως εκ τούτου, -οι μισθωτοί οι οποίοι λαμβάνουν τμήμα ή ολόκληρη την άδεια, δικαιούνται και ανάλογες αποδοχές επιδόματος αδείας τόσο για το πρώτο και δεύτερο ημερολογιακό έτος, όσο και για τα επόμενα έτη.
Γ. ΛΥΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΕΩΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Σε περίπτωση λύσης της σχέσης εργασίας μισθωτού με οποιονδήποτε τρόπο πριν λάβει την κανονική άδεια που του οφείλεται, ο μισθωτός δικαιούται τις αποδοχές τις οποίες θα έπαιρνε αν του είχε χορηγηθεί άδεια (άρ.1, παρ.3 του Ν.1346/1983).
Ως εκ τούτου και εφ’ όσον κατά το χρονικό σημείο της λύσεως της σχέσης εργασίας δεν έχει εξαντληθεί το δικαίωμα της άδειας, στα πλαίσια της διάταξης του άρ.1 του Ν.3302/2004, προκύπτουν οι εξής περιπτώσεις:
α. Κατά το πρώτο ημερολογιακό έτος (εντός του οποίου προσελήφθη) ο μισθωτός δικαιούται να λάβει αποδοχές αδείας ίσες με 2 ημερομίσθια ανά μήνα απασχόλησης. Επίσης, δικαιούται 2 ημερομίσθια ανά μήνα, ως επίδομα αδείας, (με τον περιορισμό του μισού μισθού ή των 13 ημερομισθίων).
β. Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, ο μισθωτός δικαιούται επίσης 2 ημερομίσθια ανά μήνα απασχόλησης και άλλα 2 ημερομίσθια ανά μήνα ως επίδομα αδείας (με τον περιορισμό του μισού μισθού ή των 13 ημερομισθίων).
γ. Κατά το τρίτο ημερολογιακό έτος και για τα επόμενα οφείλονται αποδοχές πλήρους αδείας και επιδόματος αδείας, που αντιπροσωπεύουν -αυτές που θα εδικαιούτο ο μισθωτός εάν ελάμβανε την άδειά του κατά το χρονικό διάστημα της λύσης της σχέσης εργασίας.
Περαιτέρω και προκειμένου να υπάρξει καλύτερη κατανόηση της νομοθετικής ρύθμισης του άρ.1 του Ν.3302/2004, παραθέτονται τα παρακάτω παραδείγματα:
1ο παράδειγμα
Εργαζόμενος ο οποίος προσελήφθη 05-03-2005, δικαιούται μέχρι την 31-122005, 20/12 επί 10 μήνες ως άδεια, καθώς και ανάλογο επίδομα αδείας (στο παράδειγμά μας πλήρες).
Εάν στο ίδιο παράδειγμα η σχέση εργασίας λυθεί το 10ο μήνα και ο μισθωτός έχει λάβει μέρος αδείας μέχρι τον 6ο μήνα, δικαιούται να λάβει την αναλογία από τον 7ο έως το 10ο ως εκ τούτου 4 μήνες επί 2 =8 ημερομίσθια ως άδεια και τα υπολειπόμενα ημερομίσθια ως επίδομα αδείας μέχρι τη συμπλήρωση μισού μηνιαίου μισθού.
2ο παράδειγμα
Εργαζόμενος ο οποίος προσελήφθη 05-08-05, πρέπει να λάβει έως 31-12-05: 20/12 επί 5 μήνες ως άδεια και το ανάλογο επίδομα αδείας.
Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος 2006, θα λάβει μέχρι 31-12-06 τμηματικά ή στο σύνολο την 31-12-06, 21 ημέρες επί πενθημέρου και 25 ημέρες επί εξαημέρου, καθώς και το αναλογούν επίδομα αδείας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η 21η ημέρα (επί πενθημέρου) ή η 25η ημέρα (επί εξαημέρου) προστίθεται μετά την 05-08-2006, χρονικό σημείο συμπλήρωσης έτους απασχόλησης.
Συνεπώς, από 01-01-2006 έως 05-08-2006 η αναλογία αδείας υπολογίζεται σε 20/12 επί 8 μήνες, το δε χρονικό διάστημα από 06-08-2006 έως 31-12-2006 υπολογίζεται σε 21/12 επί 4 μήνες.
Από 01-01-2007 και σε κάθε επόμενο ημερολογιακό έτος ο εργαζόμενος δικαιούται να λαμβάνει μέχρι 31 Δεκεμβρίου ολόκληρη την ετήσια άδεια με αποδοχές και το επίδομα αδείας.

Πίνακας αδειών υπαλλήλων και εργατών
με συνολική υπηρεσία ή προϋπηρεσία μέχρι 10 έτη μη συμπληρωμένα
στον ίδιο εργοδότη ή μέχρι 12 έτη μη συμπληρωμένα
σε οποιονδήποτε εργοδότη ή μέχρι 25 έτη συμπληρωμένα στον ίδιο εργοδότη

ΗΜΕΡΕΣ ΑΔΕΙΑΣ ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΑΔΕΙΑΣ ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΕΠΙΔΟΜΑΤΟΣ ΑΔΕΙΑΣ
ETH 5 θήμερο 6 ήμερο
1ο ημερολογιακό έτος (από την πρόσληψη έως 31/12) 1,6667 ημέρες για κάθε μήνα

απασχόλησης ή 2 μέρες x 5/6 (ή 20/12

x μήνες απασχόλησης) (στρογγυλοποίηση του γινομένου)

2 ημέρες για κάθε μήνα

απασχόλησης (ή 24/12

x μήνες απασχόλησης) (στρογγυλοποίηση του γινομένου)

Όσες οι αποδοχές των δικαιούμενων ημερών αδείας για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο και με αναγωγή στα 24/25 του μισθού για τους αμειβόμενους με μισθό – (2 ημερομίσθια για κάθε μήνα απασχόλησης.) Αναλογικά βάσει του χρόνου απασχόλησης και των αποδοχών αδείας και μέχρι συμπλήρωσης 13 ημερομισθίων ή ½ του μισθού
2ο ημερολογιακό έτος [ από 01/01 έως την συμπλήρωση δωδεκαμήνου από την πρόσληψη] 20/12 x μήνες απασχόλησης (στρογγυλοποίηση του γινομένου) 2 μέρες ανά μήνα ή 24/12 x μήνες απασχόλησης (στρογγυλοποίηση του γινομένου) Όσες οι αποδοχές των δικαιούμενων ημερών αδείας για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο και με αναγωγή στα 24/25 του μισθού για τους αμειβόμενους με μισθό (2 ημερομίσθια ή 2/25 του μηνιαίου μισθού) Αναλογικά βάσει του χρόνου απασχόλησης και των αποδοχών αδείας και μέχρι συμπλήρωσης 13 ημερομισθίων ή ½ του μισθού
2ο ημερολογιακό έτος [ από 01/01 έως 31/12 – μετά τη συμπλήρωση δωδεκαμήνου από την πρόσληψη ] 21 ημέρες για όλο το έτος ή (21/12 χ μήνες απασχόλησης ) ή 1,75 ημέρες για κάθε μήνα απασχόλησης – (στρογγυλοποίηση του γινομένου) 25 ημέρες ή (25/12 χ μήνες απασχόλησης) ή 2,083 ημέρες για κάθε μήνα απασχόλησης ( στρογγυλοποίηση του γινομένου) Όσες οι αποδοχές των δικαιούμενων ημερών αδείας για τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο και με αναγωγή στα 25/25 του μισθού για τους αμειβόμενους με μισθό (2,0833 ημερομίσθια για κάθε μήνα απασχόλησης ή 2,08333/25 του μηνιαίου μισθού για κάθε μήνα.) Αναλογικά βάσει του χρόνου απασχόλησης και των αποδοχών αδείας και μέχρι συμπλήρωσης 13 ημερομισθίων ή ½ μηνιαίου μισθού
3ο έτος έως και 9ο έτος (και μέχρι συμπλήρωσης 24 μηνών από την πρόσληψη) 21 ημέρες 25 ημέρες 25 ημερομίσθια ή 1 μηνιαίο μισθό εφόσον η άδεια διαρκεί ένα ολόκληρο μήνα 13 ημερομίσθια ή ½ μηνιαίο μισθό
3ο έτος έως και 9ο έτος μετά την συμπλήρωση 24 μηνών από την πρόσληψη 22 ημέρες 26 ημέρες 26 ημερομίσθια ή 1 μηνιαίο μισθό εφόσον η άδεια διαρκεί ένα ολόκληρο μήνα 13 ημερομίσθια ή ½ μηνιαίο μισθό
 

 

 

ΜΕ ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΠΡΟΥΠΗΡΕΙΣΑ 12 ΕΤΩΝ ΣΕ ΟΠΟΙΟΝΔΗΠΟΤΕ ΕΡΓΟΔΟΤΗ

Από την πρόσληψη μέχρι την 31/12ου του πρώτου έτους 25/12 ανά μήνα ή 2,0833 ημέρες ανά μήνα 2,5 ημέρες ανά μήνα ή 30/12 ανά μήνα 2,5 ημερομίσθια ή 2,5/25 του μηνιαίου μισθού Ποσό ίσο με τις αποδοχές και μέχρι το 1/2 του μισθού ή 13 ημερομίσθια
Από την 1/1 του δεύτερου ημερολογιακού έτους και μέχρι την 31/12 25/12 ανά μήνα ή 2,0833 ημέρες ανά μήνα 2,5 ημέρες ανά μήνα ή 30/12 ανά μήνα 2,5 ημερομίσθια ή 2,5/25 του μηνιαίου μισθού για κάθε μήνα και σε περίπτωση απασχόλησης όλο το δεύτερο έτος 30 ημερομίσθια ( 30/25 μηνιαίου μισθού) 13 ημερομίσθια ή ½ μηνιαίο μισθό
Από την τρίτο έτος και μετά 25 ημέρες 30 ημέρες 30 ημερομίσθια ή 30/25 του μηνιαίου μισθού 13 ημερομίσθια ή ½ μηνιαίο μισθό
 

 

ΜΕ ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΠΡΟΥΠΗΡΕΙΣΑ 25 ΕΤΩΝ ΣΕ ΟΠΟΙΟΝΔΗΠΟΤΕ ΕΡΓΟΔΟΤΗ ΑΡΘΡΟ 3 της ΕΓΣΣΕ ( ΠΚ. 13 – 18/4/2008 ΕΘΝΙΚΗ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΤΩΝ 2008 ΚΑΙ 2009)

Από την πρόσληψη μέχρι την 31/12ου του πρώτου έτους 26/12 ανά μήνα ή 2,1666 ημέρες ανά μήνα 2,5833 ημέρες ανά μήνα ή 31/12 ανά μήνα 2,58333 ημερομίσθια ή 2,58333/25 του μηνιαίου μισθού Ποσό ίσο με τις αποδοχές και μέχρι το 1/2 του μισθού ή 13 ημερομίσθια
Από την 1/1 του δεύτερου ημερολογιακού έτους και μέχρι την 31/12 26/12 ανά μήνα ή 2,1666 ημέρες ανά μήνα 2,5833 ημέρες ανά μήνα ή 31/12 ανά μήνα 2,58333 ημερομίσθια ή 2,58333/25 του μηνιαίου μισθού για κάθε μήνα και σε περίπτωση απασχόλησης όλο το δεύτερο έτος 301ημερομίσθια ( 31/25 μηνιαίου μισθού) Ποσό ίσο με τις αποδοχές και μέχρι το 1/2 του μισθού ή 13 ημερομίσθια
Από την τρίτο έτος και μετά 26 ημέρες 31 ημέρες 31 ημερομίσθια ή 31/25 του μηνιαίου μισθού 13 ημερομίσθια ή ½ μηνιαίο μισθό

Επιπλέον με το ΑΡΘΡΟ 3 της ΕΓΣΣΕ ( ΠΚ. 13 – 18/4/2008 ΕΘΝΙΚΗ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΤΩΝ 2008 ΚΑΙ 2009)

Προσαύξηση της κανονικής άδειας μετά 25 ετή εργασία

Υπάλληλοι και εργατοτεχνίτες (-τριες) που συµπληρώνουν υπηρεσία δέκα (10) ετών στον ίδιο εργοδότη ή προϋπηρεσία δώδεκα (12) ετών σε οποιοδήποτε εργοδότη και µε οποιαδήποτε σχέση εργασίας, δικαιούνται άδεια τριάντα (30) εργάσιµων ηµερών, αν εφαρµόζεται σύστηµα εξαήµερης εβδοµαδιαίας εργασίας ή είκοσι πέντε (25) εργάσιµων ηµερών, αν εφαρµόζεται σύστηµα πενθήµερης εβδοµαδιαίας εργασίας.

Από 1-1-2008, µετά τη συµπλήρωση 25ετούς υπηρεσίας ή προϋπηρεσίας δικαιούνται µία (1) επιπλέον εργάσιµη ηµέρα, δηλ. συνολικά τριάντα µία (31) και είκοσι εξι (26) εργάσιµες ηµέρες αντίστοιχα.

 

Άδεια σε περίπτωση εκ περιτροπής ή διαλείπουσας εργασίας. (παρ 2 άρθρο 2 ν.539/1945)

Σε περίπτωση διαλείπουσας εργασίας ή εκ περιτροπής εργασίας, ο μισθωτός δικαιούται, μετά τη συμπλήρωση δωδεκάμηνης σχέσης εργασίας στην επιχείρηση, κάθε ημερολογιακό έτος, άδεια με αποδοχές ίση με το ένα δωδέκατο της άδειας που προβλέπεται από αυτόν το νόμο ή άλλη ειδικότερη διάταξη, για κάθε μήνα απασχόλησης από την πρόσληψη του, αν η άδεια χορηγείται για πρώτη φορά, ή από τη λήψη της άδειας του προηγούμενου έτους, μέχρι την ημέρα έναρξης της άδειας.

Για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου ως μήνας λογίζονται είκοσι πέντε (25) ημέρες απασχόλησης. Αν προκύπτει κατά τον υπολογισμό αυτής της παραγράφου, κλάσμα χρόνου άδειας, που υπερβαίνει τη μισή ημέρα, το κλάσμα στρογγυλοποιείται σε ολόκληρη ημέρα.

————————————

ΧΡΟΝΟΣ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ  (άρθρο 3 παρ 1 ν.539/1945)
Η χρονική περίοδος χορηγήσεως της αδείας κανονίζεται µεταξύ εργοδότου και µισθωτού, του πρώτου υποχρεουµένου να χορηγήσει την αιτηθείσαν άδειαν το πολύ εντός διµήνου από της υπό του δευτέρου διατυπώσεως της σχετικής αιτήσεως. Πάντως τα ήµισυ τουλάχιστον των κατ΄έτος, εν εκάστη επιχειρήσει, δικαιουµένων αδείας δέον να ικανοποιούνται εντός του από 1ης Μαίου µέχρι 30 Σεπτεµβρίου χρονικού διαστήµατος. Η κατά τα ανωτέρω απαιτουµένη αίτησις σκοπεί µόνον εις τον προσδιορισµόν των χρονικών ορίων, εντός των οποίων υφίσταται υποχρέωσις διά την χορήγησιν της αδείας και δεν αποτελεί τυπικήν προϋπόθεσιν διά την υπό του µισθωτού, κατά τας διατάξεις του παρόντος νόµου, άσκησιν του εις άδειαν µετ΄ αποδοχών δικαιώµατος αυτού, του εργοδότου υποχρεουµένου όπως προ της λήξεως του ημερολογιακού έτους, παράσχη την άδειαν έστω και εάν δεν εζητήθη αύτη υπό του µισθωτού.

Πότε καταβάλλονται οι αποδοχές της αδείας και το επίδομα αδείας

Κατά το άρθρο 3 παράγ. 8 του Α.Ν. 539/1945, τόσο οι αποδοχές αδείας όσο και το επίδομα της αδείας προκαταβάλλονται στον μισθωτό κατά την έναρξη της αδείας του. Οι αποδοχές της αδείας και του επιδόματος της αδείας δεν συμψηφίζονται με ανώτερες καταβαλλόμενες αποδοχές από τις νόμιμες.

Κατά το άρθρο 3 παρ 1 και 2 κατά την διάρκειαν της αδείας ο µισθωτός δικαιούται, των συνήθων αποδοχών, ως θα εδικαιούτο, εάν απησχολείτο παρά τη υπόχρεη επιχειρήσει κατά τον αντίστοιχον χρόνον ή των αποδοχών των τυχόν δια την περίπτωσιν ταύτην καθωρισµένων δια συλλογικής συµβάσεως.

Δια τον κατ’ αποκοπήν ή κατ’ άλλον σύστημα κυμαινομένων αποδοχών αμειβόμενον μισθωτόν, αι αποδοχαί, ων δικαιούται κατά την διάρκειαν της αδείας του, εξευρίσκονται πολλαπλασιαζομένων των κατά μέσον όρον από της λήξεως της αδείας του προηγουμένου έτους ή προκειμένου περί αδείας χορηγουμένης το πρώτον, από της προσλήψεως, μέχρι της ενάρξεως της αδείας, ημερησίων αποδοχών του, επί τον αριθμόν των εργασίμων ημερών αι οποίαι περιλαμβάνονται εις την χορηγηθείσαν αυτώ άδειαν.

 

Ημέρες που δεν περιλαμβάνονται στην ετήσια άδεια

Κατά το άρθρο 2 παράγραφος 3 του Α.Ν.539/1945 δεν περιλαµβάνονται εις την ετησίαν άδειαν µετ΄αποδοχών:
Α. αι επίσηµοι ή αι κατά έθιµον εορτάσιµοι ηµέραι και
Β. αι διακοπαί εργασίας, αι οφειλόµεναι εις ασθένειαν.

———————————————-


ΟΙ ΕΡΓΟΔΟΤΕΣ ΕΙΝΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΜΕΝΟΙ ΝΑ ΤΗΡΟΥΝ ΒΙΒΛΙΟ ΑΔΕΙΩΝ

Σύμφωνα με τον Ν.4254/2014 που τροποποίησε την παράγραφο 3 του άρθρου 4 του νόμου 539/1945


3α. Κάθε εργοδότης οφείλει να τηρεί ειδικό βιβλίο, το οποίο δύναται να είναι και σε μορφή μηχανογραφημένων σελίδων.
Το ειδικό βιβλίο ή οι μηχανογραφημένες σελίδες πρέπει να φέρουν τα στοιχεία της επιχείρησης, την ένδειξη «Βιβλίο αδειών» και να περιλαμβάνει τις παρακάτω στήλες:
Ονοματεπώνυμο μισθωτών, ημερομηνία πρόσληψης, αριθμός δικαιούμενων ημερών αδείας, χρονολογία έναρξης και λήξης χορηγηθείσας αδείας, αποδοχές αδείας, επίδομα αδείας. Ειδικώς, οι αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας συμπληρώνονται στο σύνολό τους μέχρι το τέλος του σχετικού ημερολογιακού έτους λήψης της κανονικής άδειας.
Τα ανωτέρω στοιχεία πρέπει να είναι στη διάθεση των Επιθεωρητών Εργασίας του Σ.ΕΠ.Ε. που ασκούν τον έλεγχο και την εποπτεία της εφαρμογής του παρόντος.

β. Ο εργοδότης υποχρεούται να γνωστοποιεί ηλεκτρονικά στο πληροφοριακό σύστημα του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας ΣΕΠΕ-ΟΑΕΔ IKA-ETAM, με την ονομασία «ΕΡΓΑΝΗ», εντός του μηνός Ιανουαρίου, στοιχεία των εργαζομένων που έλαβαν την ετήσια άδεια και το επίδομα αδείας κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος.
Σε περίπτωση μη τήρησης της υποχρέωσης αυτής επιβάλλονται από τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα, σε βάρος του εργοδότη, κυρώσεις, σύμφωνα με το άρθρο 24 του ν.3996/2011 (Α’ 170) όπως ισχύει.
Με υπουργική απόφαση δύναται να ρυθμίζεται κάθε όρος και αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσης.

Η παράγραφος 3, τέθηκε όπως αντικαταστάθηκε με την περίπτωση 2 της υποπαραγράφου ΙΑ.5. του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014 και ισχύει από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ήτοι 07-04-2014, σύμφωνα με το άρθρο τέταρτο του ιδίου νόμου.