ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΔΑΠΑΝΗΣ – ΕΦΚΑ

Μετά την απόφαση του υπουργού εργασίας στις 18/12/2019, εφαρμόζεται η υπαγωγή στην ασφάλιση του ΕΦΚΑ των προσώπων που αμείβονται με ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΔΑΠΑΝΗΣ (ή ΤΙΤΛΟΥΣ ΚΤΗΣΗΣ).

Συνεπώς, τα πρόσωπα που αμείβονται με τον τρόπο αυτό, καταβάλλουν ασφαλιστική εισφορά ύψους 13,33% για την κύρια σύνταξη και 6,95% για υγειονομική περίθαλψη (6,45% για παροχές σε είδος και 0,45% για παροχές σε χρήμα).
Οι ανωτέρω ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονται επί της καθαρής αξίας του παραστατικού, όπως αυτή προκύπτει μετά την αφαίρεση του αναλογούντος φόρου και άλλων επιβαρύνσεων (χαρτόσημο).

Οι κοινοποιούμενες ρυθμίσεις θα έχουν εφαρμογή σε συμβάσεις που καταρτίζονται από 1/2/2019.

Για γραπτές συμβάσεις που έχουν καταρτισθεί μέχρι 31/1/2019, ανεξάρτητα εάν το παραστατικό παρεχόμενων υπηρεσιών εκδοθεί πριν ή μετά την ανωτέρω ημερομηνία, εφαρμόζεται το προγενέστερο καθεστώς (χωρίς δηλαδή κρατήσεις για ασφαλιστικές εισφορές).

Σε περίπτωση που υπάρχει προφορική συμφωνία και όχι γραπτή σύμβαση, ακόμη και εάν η συμφωνία έχει γίνει πριν την 31/1/2019, οι κοινοποιούμενες ρυθμίσεις εφαρμόζονται για παραστατικά που εκδίδονται μετά την ανωτέρω ημερομηνία, εξετάζεται δηλαδή η ημερομηνία της απόδειξης, ανεξαρτήτως του χρόνου που επήλθε η προφορική συμφωνία.

Υποχρέωση να παρακρατήσει, να δηλώσει και να αποδώσει τις ασφαλιστικές εισφορές έχει ο λήπτης των υπηρεσιών. Οι παρακρατηθείσες εισφορές καταβάλλονται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα της έκδοσης του παραστατικού. Συνεπώς επιχειρήσεις οι οποίες δεν είχαν απασχολήσει προσωπικό έως τώρα και πρέπει να πληρώσουν αμοιβή με Απόδειξη Δαπάνης, θα πρέπει να απογραφούν στον ΕΦΚΑ ( ΙΚΑ ) και να λάβουν Αριθμό Μητρώου Εργοδότη και κωδικούς για την ηλεκτρονική υποβολή των δηλώσεων. Ο χρόνος απογραφής τους θα πρέπει να είναι πριν την έκδοση του παραστατικού. Το ίδιο φυσικά ισχύει και για τα πρόσωπα τα οποία αμείβονται με παραστατικά παρεχόμενων υπηρεσιών, στην περίπτωση που δεν είναι απογεγραμμένοι στον ΕΦΚΑ  θα πρέπει να απογραφούν και να λάβουν Αριθμό Μητρώου Ασφαλισμένου πριν από την έκδοση του παραστατικού.

Παραθέτουμε ένα παράδειγμα με τις κρατήσεις των παραστατικών παρεχόμενων υπηρεσιών (τίτλος κτήσης – απόδειξη επαγγελματικής δαπάνης), όπως ισχύουν από 01/02/2019:

Παραστατικό μικτής αξίας €250,00.
Η καθαρή αξία του παραστατικού ανέρχεται σε €191,00 (250,00€ – 59€), μετά τις κρατήσεις φόρου (20%) και χαρτοσήμου (3,6%).
Ασφαλιστικές εισφορές:

Για κύρια σύνταξη: €191,00 x 13,33% = €25,46

Για υγειονομική περίθαλψη : €191,00 x 6,95% = €13,28

Σύνολο Ασφαλιστικών Εισφορών : €25,46 + €13,28 = €38,74

Καταβληθείσα καθαρή αμοιβή  152,26€.

 

Πότε εκδίδεται απόδειξη δαπάνης (ή τίτλος κτήσης):

Όταν ο λήπτης της αμοιβής παρέχει υπηρεσίες (έργο) προς τον αποδέκτη των υπηρεσιών, χωρίς η παροχή αυτής της εργασίας να εμπίπτει στις διατάξεις του εργατικού δικαίου. Όταν δηλαδή ο αμειβόμενος κατά την εκτέλεση της εργασίας του ΔΕΝ βρίσκεται σε νομική και προσωπική εξάρτηση έναντι του εργοδότη, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να καθορίζει τον τόπο, τον χρόνο, τον τρόπο και την έκταση της παροχής της, μέσα στα νόμιμα ή συμβατικά πλαίσια, κατά τρόπο δεσμευτικό για τον αμειβόμενο, δίνοντας σ’ αυτόν τις αναγκαίες για τον σκοπό αυτό εντολές και οδηγίες τις οποίες είναι υποχρεωμένος να ακολουθεί και να εκτελεί, καθώς και με το δικαίωμα να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση συμμορφώσεως του αμειβόμενου προς αυτές.

Όταν η εργασία δεν είναι ανεξάρτητη, προηγείται κατάρτιση σύμβασης εξαρτημένης εργασίας και πρόσληψη του μισθωτού. Η σύμβαση εμπίπτει στις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας και η ασφάλιση στις διατάξεις της ασφάλισης μισθωτών (πρώην ΙΚΑ). Εξάλλου, στη νομοθεσία του ΙΚΑ προβλέπεται ότι, σε περίπτωση δυσχερούς διάκρισης σχετικά με το αν η εργασία ενός προσώπου είναι εξαρτημένη ή όχι, ισχύει εκ του νόμου τεκμήριο υπέρ της εξαρτημένης εργασίας.

Στη περίπτωση της σύμβασης ανεξάρτητων υπηρεσιών υπάρχει μεν κάποια δέσμευση και εξάρτηση, ή οποία μπορεί να έχει σχέση και με τον τόπο ή τα χρονικά πλαίσια παροχής της εργασίας, χωρίς όμως να υποδηλώνει εξάρτηση του εργαζομένου από τον εργοδότη.

Εφόσον λοιπόν δεν πρόκειται για σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, ο αμειβόμενος μπορεί να πληρωθεί με Απόδειξη Δαπάνης υπό την εξής προϋπόθεση:

  • Η παροχή υπηρεσιών (ή και η πώληση προϊόντων) να αποτελεί ευκαιριακή και παρεπόμενη απασχόληση και εφόσον οι συναλλαγές αυτές στο σύνολό τους δεν υπερβαίνουν το ποσό των 10.000  ευρώ ετησίως.
  • Ή ο λήπτης της αμοιβής να είναι δημόσιος ή ιδιωτικός υπάλληλος ή συνταξιούχος που είναι συγγραφέας ή εισηγητής εκπαιδευτικών προγραμμάτων και σεμιναρίων, εφόσον δεν ασκεί άλλη επιχειρηματική δραστηριότητα.

Σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία κάθε τρεις ομοειδείς συναλλαγές (παροχή υπηρεσιών ή πώληση προϊόντων) που λαμβάνουν χώρα εντός ενός εξαμήνου θεωρούνται συστηματική και όχι ευκαιριακή διενέργεια πράξεων, φορολογούνται ως εισόδημα από επιχείρηση – ανεξαρτήτως ποσού – και (στις περισσότερες περιπτώσεις) υπάγονται στον ΦΠΑ.

Συμπέρασμα:

Οι αποδείξεις δαπάνης εκδίδονται ΜΟΝΟ εφόσον πρώτα λάβουμε υπόψη τους παραπάνω περιορισμούς και επισημάνσεις. Σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστούν τις κανονικές μορφές εργασίας (μισθωτή απασχόληση ή επιχειρηματική δραστηριότητα), διότι ενέχουν κινδύνους και για τα δύο συμβαλλόμενα μέρη.

Κυριακή Παπαβασιλείου